- κυβόκυβος
- κυβόκυβοςcube multiplied by cubemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβόκυβος — κυβόκυβος, ό (AM) το γινόμενο δύο κυβικών αριθμών, δηλαδή η έκτη δύναμη αρχ. ως επίθ. αυτός που σχηματίστηκε από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο] … Dictionary of Greek
κυβοκύβου — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβοκύβων — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβόκυβον — κυβόκυβος cube multiplied by cube masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUBUS — I. CUBUS apud Arnob. l. 2. Quadragenarium istum ad te voca; et ex eo perconctare non abstrusum aliquid, non involutum, non de triangulis, non de quadratis, qui sit Cubus aut dynamis: ut et dynamis, nomina sunt quadratorum numerorum. Vetus Auctor… … Hofmann J. Lexicon universale
κυβεπίκυβος — κυβεπίκυβος, ὁ (Α) κυβόκυβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ἐπί + κύβος, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. φαυλεπί φαυλος)] … Dictionary of Greek
κυβοκυβοστός — κυβοκυβοστός, ή, όν (Α) [κυβόκυβος] 1. αυτός που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοκυβοστόν κλάσμα κυβοκύβου, δηλαδή 1/x6 … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek